- πυροσωλήνα
- (mermide) tapa
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek
ενδείκτης — ο (Α ἐνδείκτης) νεοελλ. 1. ονομασία διαφόρων οργάνων (καθοδικών σωλήνων) ραδιοηλεκτρικών συσκευών, που χρησιμεύουν ως δείκτες σημάτων φωτός και ήχου 2. φρ. «ενδείκτης ύψους και πυροσωλήνα» όργανο για τον καθορισμό τής διεύθυνσης τής… … Dictionary of Greek
χειριστής — ο, ΝΑ, και τ. θηλ. χειρίστρια Ν [χειρίζω / ομαι] νεοελλ. 1. αυτός που χειρίζεται, επιβλέπει και κατευθύνει τη λειτουργία οργάνου ή μηχανήματος («χειριστής γερανού») 2. τηλεγραφητής 3. παρασκευαστής χημικού εργαστηρίου 4. ναυτ. ναυτικός στην… … Dictionary of Greek